- ὀδυναρός
- ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός1 painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. P. 2.91 πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (ς[ταθμὰ Wil.: ς[χεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) Pae. 1.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οδυναρός — ὀδυναρός, ά, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. οδυνηρός … Dictionary of Greek
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek